θεοκυμων

θεοκυμων
    θεοκύμων
    θεο-κύμων
    -ονος (ῡ) adj. f [κυέω] зачавшая бога Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "θεοκυμων" в других словарях:

  • θεοκύμων — θεοκύμων, ἡ (AM) (για την Παναγία) αυτή που συνέλαβε και γέννησε τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κύμων (< κύμα < κυώ), πρβλ. α κύμων, εφι κύμων] …   Dictionary of Greek

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θεοκυήτωρ — θεοκυήτωρ, ή (Μ) η θεοκύμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κυήτωρ (< κυώ)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»